- μικρόδους
- οζωολ. γένος κυκλόρραφων δίπτερων εντόμων τής οικογένειας syrphidae.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
πριονόψαρο — (pristis pristis). Ψάρι της οικογένειας των πριστιδών, της τάξης των σελαχόμορφων. Ζυγίζει κατά μέσο όρο 700 κιλά· το μήκος που ποικίλλει από 4 έως 8 μ., το 1/3 των οποίων καταλαμβάνει το χαρακτηριστικό οδοντωτό έμβολό του. Το όργανο αυτό,… … Dictionary of Greek